- βουβάλιον
- βουβάλιον, το (AM)1. είδος άγριου αγγουριού2. πληθ. βουβάλια, ταείδος βραχιολιών.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποστηρίχτηκε ότι βουβάλιον < βου- επιτατικό (< βους) + βάλλω, πιθ. από συσχετισμό προς τη βίαιη πτώση του ώριμου καρπού από το δέντρο με το παραμικρό άγγιγμα. Κατ' άλλους, βουβάλιον < βου- επιτ. (< βους) με β' συνθετικό μία λ. που συνδέεται με το βάλανος*. Εξάλλου η σημ. «είδος βραχιολιών» προήλθε ίσως από τη μορφή τους που θα παρουσίαζε ομοιότητα με τον καρπό, ενώ άλλοι τα συνδέουν με το βούβαλις «είδος αντιλόπης»].
Dictionary of Greek. 2013.